- τζαντζαλιαρουτζούριχος
- ὁ, Μαυτός που φορεί τριμμένα, κατατρυπημένα τσαρούχια («ξυραφιστὴς κακότυχος ἀπορουχοσυνάχτης καὶ τζαντζαλιαρουτζούριχος», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τζαντζαλιάρης «αυτός που φορά κουρέλια» + τζούριχος «αυτός που φορά τσαρούχια»].
Dictionary of Greek. 2013.